- μεσάρι
- τό1) смежная, общая стена; 2) до половины наполненный сосуд (бочка и т. п.); 3) половина расстояния; 4) полкило
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσάρι — το 1. ο μισός δρόμος 2. το μισό τού κιλού 3. ο μεσότοιχος 4. (για βυτία και δοχεία) αυτός που είναι γεμάτος ώς τη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέση ή μέσο + υποκορ. κατάλ. άρι] … Dictionary of Greek
μεσαριά — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ., 139 κάτ.) της Κερκύρας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, 28 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Γεωργίου του νομού Κέρκυρας. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek